φυσιολατρεία

φυσιολατρεία
η, Ν
βλ. φυσιολατρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιολατρία — και φυσιολατρεία, η, Ν αγάπη για τη φύση, για τη ζωή μέσα στη φύση, στο ύπαιθρο, για τη ζωή σύμφωνα με τη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολάτρης. Ο παλαιότ. τ. φυσιολατρεία (< φυσιο [βλ. λ. φύση] + λατρεία) μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

  • Καραβίδας, Γιάννης — (Μικρή Γότιστα Ιωαννίνων 1934 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Υπήρξε δάσκαλος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία και διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το έργο του… …   Dictionary of Greek

  • στιγματογραφία — Ελληνική απόδοση του γαλλικού ζωγραφικού όρου pointillisme, που συνίσταται στην παράθεση μικρών στιγμάτων από καθαρό χρώμα, που τοποθετούνται πάνω στον καμβά σύμφωνα με τον επιστημονικό νόμο των σύγχρονων αντιθέσεων, ανακάλυψη του Γάλλου χημικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”